- κυτμις
- κυτμίς-ίδος ἥ китмида (целебная мазь из козьего сала) Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κυτμίς — κυτμίς, ίδος, ἡ (Α) είδος αλοιφής από γίδινο λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κυτμίδα — κυτμίς ointment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυτμίδες — κυτμίς ointment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)